οξαποδώ

οξαποδώ
ο ακλ. нечистый, сатана, дьявол

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οξαποδώ" в других словарях:

  • οξαποδώ — και οξαποδώς και οξαποδός, ο βλ. εξαποδώ(ς) …   Dictionary of Greek

  • οξαποδώ — ο (άκλ.), ο διάβολος, ο δαίμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαποδώ(ς) — και οξαποδώ(ς), ο (αποτρεπτικά κατ ευφημισμό και πάντ. με άρθρο) διάβολος, σατανάς, αυτός που είναι έξω από εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση έξω από δω] …   Dictionary of Greek

  • (ε)δώ — τοπ. επίρρ. 1. (για στάση και κίνηση) στο μέρος όπου βρισκόμαστε ή για το οποίο γίνεται λόγος: Έλα πιο εδώ. – Μένω εδώ τρία χρόνια. 2. (για καταστάσεις, γεγονότα, ενέργειες) αντί για τύπους της δεικτ. αντων. αυτός: Συμφωνήσαμε σε όλα, αλλά εδώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαποδώ(ς), ο — και οξαποδώ(ς), ο άκλ., διάβολος, σατανάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»